- κοιμιστικός
- -ή, -ό (Α κοιμιστικός, -ή, -όν) [κοιμίζω]αυτός που προκαλεί ύπνο, αυτός που κάνει κάποιον να κοιμηθεί, υπνωτικός («κοιμιστικό φάρμακο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιμιστικῷ — κοιμιστικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek